Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ιαιβοί — ἰαιβοῑ (Α) κωμικό επιφώνημα θαυμασμού και εκπλήξεως, αλλ. αιβοί («ἰαιβοῑ αἰβοῑ τάδε μ ἀρέσκει», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχοποιημένη λ.] … Dictionary of Greek
ἰαιβοῖ — indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)